αναγλείφω

αναγλείφω
1. γλείφω κάτι με τη γλώσσα μου
2. (ενεργ. και μέσ.)
α) γλείφω τα χείλη με τη γλώσσα μου βλέποντας ή επιθυμώντας να φάω κάτι, ξερογλείφομαι
β) επιθυμώ κάτι υπερβολικά
3. (για πήλινα δοχεία ή τοίχους) αναδίδω υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + γλείφω.
ΠΑΡ. ανάγλειμμα, αναγλειφτάς, αναγλείφτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάγλειμμα — το [αναγλείφω] 1. γλείψιμο τών χειλιών με τη γλώσσα 2. φαγώσιμο που τό έγλειψε φίδι, σαύρα ή ποντικός και το οποίο, όταν τρώγεται, προκαλεί φλόγωση στα χείλη και στη γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • αναγλείφτης — ο [αναγλείφω] ο αναγλειφτάς …   Dictionary of Greek

  • αναγλειφτάς — ο (θηλ. γλειφτού και γλείφτρα) [αναγλείφω] 1. αυτός που γλείφει με τη γλώσσα του ή μαζεύει με ψωμί τα υπολείμματα τού φαγητού από το πιάτο του 2. κόλακας, γλείφτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”